- Ελλάδα
- Posted
Ιστορίες παιδικού αθλητισμού
Ένας γονιός περιγράφει την εμπειρία του αποτυπώνοντας ανάγλυφα την κατάσταση που επικρατεί στα τμήματα υποδομής των ομάδων μπάσκετ. Διότι τα πράγματα δεν είναι όσο ρόδινα φαίνονται...
Παρακολουθώντας εδώ και 11 χρόνια από κοντά τα τεκταινόμενα στον τομέα του παιδικού αθλητισμού, αποφάσισα να καταγράψω ορισμένες σκέψεις μου.
Όταν το 2005 ο γιος μου (…"μοντέλο 2000"), αποφάσισε να ασχοληθεί με το μπάσκετ, και με δεδομένο το γεγονός ότι η προσωπική μου σχέση με τον αθλητισμό, περιορίζεται μόνο στα… απολύτως απαραίτητα (φόρμα γυμναστικής και παρακολούθηση αθλητικών μεταδόσεων από τον καναπέ!), ομολογώ ότι η ιδέα του με ενθουσίασε. (Υπάρχει γονιός που να μην θέλει να βλέπει το παιδί του να κάνει κάτι περισσότερο από ό,τι εκείνος στα νιάτα του;).
«Γραφτήκαμε» λοιπόν στις ακαδημίες μπάσκετ της ομάδας της γειτονιάς «μας» (και ο πληθυντικός έχει σημασία), η οποία και έτυχε να είναι από τα «βαριά» ονόματα στο χώρο του μπάσκετ, με μακρά παράδοση στην ανάδειξη ταλέντων και με μεγάλη ιστορία στον πρωταθλητισμό στο χώρο των παιδο-εφηβικών ομάδων,«φορέσαμε» τη στολή, «αρχίσαμε» να υποστηρίζουμε με θέρμη την αντίστοιχη ανδρική ομάδα («φορούσαμε» τα ίδια χρώματα βλέπεις), να πηγαίνουμε στο γήπεδο (πρώτη φορά για πατέρα και γιό), και το ταξίδι στο χώρο του αθλητισμού, και του μπάσκετ ειδικότερα, ξεκίνησε.
Ο ενθουσιασμός και το καμάρι του «άσχετου» πατέρα που έβλεπε το γιο του να κάνει τα… πρώτα του "βήματα" στο μπάσκετ (όχι, σε αυτές τις ηλικίες δεν τα σφυρίζουν οι διαιτητές), ήταν απερίγραπτος. Ομολογώ ότι σε κάθε προπόνηση ή υποτυπώδη αγώνα, μου ήταν αδύνατο να φανταστώ ότι αυτά τα πιτσιρίκια θα μπορούσαν κάποτε να φτάσουν το καλάθι χωρίς τη βοήθεια… ελικοπτέρου, ή έστω σκαλωσιάς! Μέχρι και πάρτι γενεθλίων οργανώσαμε με τη συμμετοχή και τη συνδρομή των coaches!
Τα χρόνια περνούσαν και η ευτυχία του μικρού αυξανόταν με γεωμετρική πρόοδο. Τα πράγματα άρχισαν να σοβαρεύουν (που λέει ο λόγος), όταν στην ηλικία των 11, σε κάποιο αγώνα ο coach φώναξε τους γονείς και μας ενημέρωσε ότι απο εκείνο το σημείο οι απαιτήσεις του συλλόγου είναι περισσότερες και, ως εκ τούτου, θα πρέπει όλοι να συνειδητοποιήσουμε ότι το παιδί μας μπορεί να παίζει, αλλά μπορεί και να μην παίζει, και η χρησιμοποίησή του σε κάποιον αγώνα θα αποφασίζεται αποκλειστικά από τον προπονητή. Φυσικά και δεν έδωσα καμία σημασία στα λόγια εκείνα, καθότι το σύνδρομο του «χαζομπαμπά» δεν με άφηνε να σκεφτώ τίποτα διαφορετικό πέρα από το ότι… μεγαλώνω το… νέο Διαμαντίδη ή το μικρό Σπανούλη!
Μετά λοιπόν από τα πρώτα 6 χρόνια της αθωότητας και των ψευδαισθήσεων, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι ανάμεσα στα τεράστια ευεργετήματα που προσφέρει ο αθλητισμός στη διαμόρφωση του χαρακτήρα ενός παιδιού, συμπεριλαμβάνονται και οι πίκρες, οι απογοητεύσεις, η απόρριψη και η αδικία! Άρχισα λοιπόν να αποβάλλω σταδιακά το σύνδρομο του «χαζομπαμπά» και να υιοθετώ μία συμπεριφορά όπου ήθελα μέσα από τον αθλητισμό το παιδί μου να γνωρίσει ΚΑΙ την κακή πλευρά της ζωής, που δεν είναι άλλη από την απόρριψη και την αδικία και να πείσω τον εαυτό μου ΝΑ ΜΗΝ ΕΠΕΜΒΑΙΝΩ ΠΟΤΕ σε οτιδήποτε συμβαίνει μέσα στο γήπεδο. Έχω επαναλάβει – και συνεχίζω να επαναλαμβάνω ακόμα - άπειρες φορές στο γιο μου τη φράση: «Εδώ μέσα να θυμάσαι πάντα ότι ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ πατέρας σου και το ρόλο αυτό τον έχει αποκλειστικά ο coach». Ακόμα και σε φάσεις τραυματισμού, προτιμούσα να παρακολουθώ ως άλλος… «Βούδας» από την κερκίδα, και να αφήνω τους ειδικούς να κάνουν τη δουλειά τους.
Τα φαινόμενα απόρριψης και η - κατ΄αυτόν - αδικία έγιναν εντονότερα όταν σε ηλικία 11(έντεκα) ετών(!) ο σύλλογος αποφάσισε να κάνει… μεταγραφές, φέρνοντας παιδάκια από άλλες ομάδες και περιοχές, με αποκορύφωμα το διαχωρισμό σε ομάδα Α και Β, με το πρώτο σοκ να έρχεται όταν στην αρχή της νέας περιόδου ο γιος μου μαθαίνει ότι συμπεριλαμβάνεται στη Β ομάδα και οι νέο-αφιχθέντες/μεταγραφές, στην Α!
Πρίν ξεκινήσουν οι προπονήσεις για τη νέα χρονιά, ύστερα από μεγάλη προσπάθεια, κατάφερα να τον πείσω ότι αν νομίζει ότι αδικήθηκε και αν νομίζει ότι θα έπρεπε να συμπεριληφθεί στην Α ομάδα, θα πρέπει να προσπαθήσει με όλες του τις δυνάμεις και ΝΑ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙ ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ στον προπονητή ότι έκανε λάθος. (Ούτε συζήτηση για δική μου παρέμβαση, του το ξέκοψα από την αρχή).
Οι προπονήσεις ξεκίνησαν και όντως το παιδί άρχισε να προσπαθεί περισσότερο, χωρίς να παραπονιέται και χωρίς να γκρινιάζει. Ηρεμήσαμε για 1-2 μήνες και μετά άρχισε πάλι η γκρίνια! Ακόμα και εγώ ο παντελώς άσχετος με το μπάσκετ, έβλεπα τη «χαοτική» διαφορά ικανοτήτων μεταξύ των μικρών που προϋπήρχαν στην ομάδα (Β), και των υπολοίπων τριών που… υποβιβάστηκαν εκεί από την Α!
Τα αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν και στους αγώνες, με ήττες που έπαιρναν σχεδόν πάντα τη μορφή διασυρμού (διαφορές της τάξης των 25-35 πόντων) και επακόλουθο να προσπαθώ να χειριστώ την επίμονη άρνηση του παιδιού τόσο για συμμετοχή στις προπονήσεις (σχεδόν μετά από κάθε προπόνηση είχαμε… δράματα), όσο και για συμμετοχή σε αγώνες (…«αφού θα χάσουμε, γιατί να παίξω»;).
Παρά το ότι έβλεπα το παιδί μου να τραυματίζεται ψυχολογικά με την όλη κατάσταση, πιστός πάντα στη θεωρία μου, εξακολουθούσα να επιμένω να συνεχίσει την προσπάθεια και να χειριστεί μόνος του την κατάσταση.
Έφτασα στο σημείο να τσακωθώ με τη γυναίκα μου, η οποία παρά τη ρητή μου «απαγόρευση», αποφάσισε και πήγε κρυφά να μιλήσει στον υπεύθυνο των ακαδημιών!!
Η κατάσταση συνεχίστηκε στο ίδιο μοτίβο (δυσαρέσκεια και άρνηση) για τους επόμενους 4 μήνες (σύνολο 6), ώσπου συζητώντας με το παιδί και διαπιστώνοντας ότι η υπομονή – δική του και δική μου – εξαντλήθηκε, συμφώνησα στη ΔΙΚΗ του επιθυμία να αλλάξει ομάδα.
Με ιδιαίτερη λύπη εγκαταλείψαμε λοιπόν το… «μεγάλο» σύλλογο (σαν αθλητές και όχι σαν φίλαθλοι. Η ομάδα που ξεκινήσαμε παραμένει πάντα στην καρδιά μας), και αποφασίσαμε να γραφτούμε σε ένα σύλλογο μικρότερης – θεωρητικά – βαρύτητας.
Εδώ λοιπόν και 4 χρόνια, (παμπαίδες πλέον στα 15), ο μικρός προπονείται και αγωνίζεται με νέα εμφάνιση και όλα βαίνουν καλώς(;).
Ομολογώ ότι παρότι τα… στραπάτσα συνεχίστηκαν (αντικαταστάσεις προπονητών μεσούσης της περιόδου, καλύτεροι συμπαίκτες που δεν δίνουν πάσα στους – κατά τη γνώμη τη δική τους και ΚΥΡΙΩΣ των πατεράδων τους – χειρότερους, προπονητής που ομολογεί παρουσία όλων των παιδιών ότι… «εφόσον έχω τον Α, τον Β, και τον Γ, όλοι οι υπόλοιποι βρίσκεστε στο γήπεδο για να δίνετε την μπάλα σε αυτούς», το πείσμα του παιδιού μου εξακολουθεί να του κρατά άσβεστο το ενδιαφέρον και να μην τά 'χει παρατήσει!
Παρά τα μικρά προβληματάκια, (το ιδανικό δεν θα το βρεί κανείς, όσο και να το ψάχνει), η κατάσταση είναι ελεγχόμενη και η φετινή χρονιά δείχνει να είναι μετά από 10 χρόνων ταλαιπωρία η καλύτερη (και αυτό χάρη σε έναν coach που τιμά πραγματικά το ρόλο του), οι εμπειρίες όμως – για πατέρα και γιο - είναι πολύ πιο έντονες. Και εξηγούμαι:
- Για πρώτη φορά διαπίστωσα σε όλο του το μεγαλείο το νοσηρό φαινόμενο του… «πατέρα-ger» (Κλεμμένος ο καταπληκτικός αυτός ορισμός, από έναν ευφυέστατο coach). Είναι ασύλληπτες οι βλαβερές συνέπειες, πρώτα για τα δικά τους παιδιά, για τους υπόλοιπους συμπαίκτες, για τους ταλαίπωρους προπονητές που τους έχουν προ - κατά τη διάρκεια - και μετά την κάθε προπόνηση, στο σβέρκο τους (!), και τέλος στον ίδιο το σύλλογο. Θεωρώ ότι ένα μέρος της ευθύνης για τη ζημιά που κάνει αυτός ο συγκεκριμένος τύπος γονέα, φέρει αναμφισβήτητα ΚΑΙ ο κάθε σύλλογος, ο οποίος ανέχεται και δεν «βάζει πάγο» σε παρόμοιες συμπεριφορές (Κάποτε είχα γράψει, στηλιτεύοντας αυτή τη συμπεριφορά: «ό,τι δεν παγώνεται, παγιώνεται»), αλλά μάλλον εις ώτα μη ακουόντων!
- Ο «γονεϊκός χουλιγκανισμός». Είναι απίστευτο πώς ένας καθ’ όλα σοβαρός κύριος (ή κυρία, πολλές φορές), μεταλλάσσεται σε αλαλάζοντα χουλιγκάνο, βρίζοντας χυδαία κυρίως το διαιτητή, τους παίκτες της αντίπαλης ομάδας, τον αντίπαλο σύλλογο γενικά, τη γραμματεία, έως και τον αντίπαλο προπονητή. Άσε δε τις συνεχείς «οδηγίες/εντολές/προτροπές/παραινέσεις», προς το παιδί το δικό τους, αλλά και τους υπόλοιπους της 5άδας! Το «ιδανικό πρότυπο» συμπεριφοράς, που εξασφαλίζει τη μελλοντική επιτυχία ενός νέου στην καριέρα ενός εκκολαπτόμενου χουλιγκάνου!
- Ένα φαινόμενο που αρνιόμουν πεισματικά να παραδεχτώ μέχρι πρόσφατα, που δεν είναι άλλο από τη μεροληπτική συμπεριφορά διαιτητών υπέρ της ομάδας με το – θεωρητικά – «βαρύτερο» όνομα! (Να μην λησμονούμε ότι στο γήπεδο παίζουν ΠΑΙΔΙΑ)! Το φαινόμενο αυτό εμφανίστηκε χθες σε αγώνα μεταξύ της δικής μας – θεωρητικά «μικρότερης» – ομάδας, και μίας – θεωρητικά «μεγαλύτερης» - ομάδας! Για κακή τύχη της ομάδας με το «βαρύτερο» όνομα, οι δικοί μας – θεωρητικά «μικρότερου» ονόματος – έφτασαν στα πρώτα λεπτά του Β ημιχρόνου, να κερδίζουν με διαφορά 15-20 πόντων (ούτε που θυμάμαι). Δυστυχώς και πολύ κακώς, επειδή ο αγώνας γίνονταν στη δική μας έδρα, είχαν – άγνωστο πώς – «προσκληθεί» και μερικοί «θορυβώδεις» οπαδοί (16χρονα!), που ΚΑΚΩΣ - ΚΑΚΙΣΤΑ έκριναν σκόπιμο να… βρίζουν την αντίπαλη ομάδα. Τι πιο φυσικό, θα μου απαντήσει κάποιος, για τυπική ατμόσφαιρα σε αγώνα Ελληνικού πρωταθλήματος; (και εδώ διαφωνώ, αλλά μάλλον είμαι υπερβολικά ρομαντικός/γραφικός). Αποτέλεσμα; Στις αρχές του Β ημιχρόνου, ο διαιτητής αποφασίζει ΝΑ ΔΙΑΚΟΨΕΙ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ (και να τον κατακυρώσει αν κατάλαβα καλά, υπέρ του αντιπάλου με το «βαρύτερο» όνομα)! Αν πράγματι συνέβη αυτό, και παρόλο που προσπάθησα να εξηγήσω στο παιδί μου ότι ΔΥΣΤΥΧΩΣ αυτό είναι ένα ακόμα ΜΑΘΗΜΑ – άδικης – ζωής, και μόνο σαν τέτοιο μπορεί να το εκλάβει, ΕΙΝΑΙ ΝΤΡΟΠΗ! Πριν τη διακοπή είχε προηγηθεί τεχνική ποινή που έδωσε ο διαιτητής εις βάρος της δικής μας ομάδας, επειδή ένα από τα παιδιά μας ζήτησε (με τη γνωστή κίνηση των χεριών), στήριξη και ενίσχυση από την κερκίδα! Το παιδάκι αυτό στη συνέχεια, θεώρησε τον εαυτό του αποκλειστικά υπεύθυνο για ό,τι συνέβη στην ομάδα του και έγραψε στο profil της ομάδας: (Το αντιγράφω αυτούσιο και κατά παράβαση των κανόνων περί προσωπικών δεδομένων, αλλά η αγανάκτησή μου είναι μεγάλη!!)
"Παιδιά θέλω να ζητήσω από όλους σας συγγνώμη (παίχτες, προπονητές, γονείς) για την συμπεριφορά μου στον αγώνα, παίρνω όλη την ευθύνη για ό,τι έγινε σήμερα, ζητώ πραγματικά συγνώμη, δεν θα ακολουθήσω μάλλον την ομάδα στο υπόλοιπο της χρονιάς, πραγματικά συγγνώμη”
Αν αυτά συμβαίνουν στον παιδικό αθλητισμό, μην αναρωτιόμαστε λοιπόν, γιατί τα Ελληνικά πρωταθλήματα, έχουν φτάσει σε τέτοιο σημείο παρακμής, και μην ψάχνουμε μάταια να βρούμε «μαγικές» λύσεις, για να εξαλείψουμε τα νοσηρά φαινόμενα αθλητικής βίας, ή της αδυναμίας προώθησης νέων ταλέντων από πλευράς «μεγάλων» συλλόγων.